χαλαζίας

χαλαζίας
Ορυκτό πολύ διαδεδομένο στη φύση, που αποτελείται από διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), κύριο συστατικό των περισσότερων εκρηξιγενών, ιζηματογενών και μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων (κυρίως χαλαζιτών, ψαμμιτών, γρανιτών, γνευσίων, φυλλιτών κλπ.). Κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα, σε κρυστάλλους τραπεζοεδρικούς με τριγωνικές πυραμίδες, μορφή που αντιπροσωπεύει τη σταθερή φάση του χ. (α-χαλαζίας) και ονομάζεται ορεία κρύσταλλος. Αν θερμανθεί στους 573°C μεταβάλλεται –με απότομη αύξηση του όγκου του– σε εξαγωνικό χ., και στους 870°C, μετατρέπεται σε τριδυμίτη (β-χαλαζίας)· με νέα αύξηση της θερμοκρασίας σε 1470°C, o χ. μεταπίπτει σε άλλη μορφή, στον χριστοβαλίτη (γ-χαλαζίας): παρουσιάζει επομένως πολυμορφισμό· στους 1700°C ο χ. τήκεται. Ο χ., ή ορεία κρύσταλλος. Κρύσταλλος χαλαζία. Πρισματικοί κρύσταλλοι χαλαζία.
* * *
ο, ΝΑ
νεοελλ.
(ορυκτ.) πολύ διαδεδομένο ορυκτό, που απαντά σε πολλές ποικιλίες και περιέχει κυρίως διοξείδιο τού πυριτίου, με απειροελάχιστες προσμίξεις λιθίου, νατρίου, καλίου και τιτανίου, και τού οποίου μία ποικιλία είναι γνωστή ως ορεία κρύσταλλος, ενώ άλλες ποικιλίες είναι πολύτιμοι και ημιπολύτιμοι λίθοι
αρχ.
είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλαζα + κατάλ. -ίας*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χαλαζίας — χαλαζίᾱς , χαλαζίας masc acc pl χαλαζίᾱς , χαλαζίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) χαλαζίᾱς , χαλαζιάω suffer from imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλαζίας — ο το ορυκτό διοξείδιο του πυριτίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβαντoυρoειδής χαλαζίας — Το ορυκτό αβαντουρίνης (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • χαλαζιᾶν — χαλαζίας masc gen pl (doric aeolic) χαλαζιάω suffer from pres part act masc voc sg (doric aeolic) χαλαζιάω suffer from pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) χαλαζιάω suffer from pres part act masc nom sg (doric aeolic) χαλαζιᾶ̱ν ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… …   Dictionary of Greek

  • αιλουρόφθαλμος — Είδος χαλαζία, που ονομάζεται επιστημονικά και χαλαζίας λαμπυρίζων. Έχει πρασινόλευκο, πρασινόφαιο, κόκκινο ή καστανό χρώμα και βρίσκεται βασικά στη Σρι Λάνκα. Παραλλαγές χαλαζία της ίδιας κατηγορίας είναι ο αετόφθαλμος και ο τιγρητόφθαλμος. Ο… …   Dictionary of Greek

  • απολίθωση — Η διατήρηση ζωικών ή φυτικών οργανισμών του παρελθόντος σε απολιθωμένη (πετρωμένη) μορφή. Το μεγαλύτερο μέρος των οργανισμών, από τις πιο απλές μορφές όπως τα βακτηρίδια, έως τις πιο σύνθετες των ανώτερων οργανισμών, μπορεί να απολιθωθεί. Η α.… …   Dictionary of Greek

  • γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… …   Dictionary of Greek

  • ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”